Βιβλιογραφικά στοιχεία
Περί το έτος 30 μ.Χ. μικρός όμιλος ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, εις τα Ιεροσόλυμα, παρουσιάζει παραδόξους εκδηλώσεις ανέρχονται καθ' εσπέραν εις ευρύχωρον υπερώον, παραθέτουν το δείπνον της αγάπης και αναμένουν να τους επισκεφθή εκ νέου ο Κύριος, ο οποίος είχεν ανέλθει εις τους ουρανούς. Ο όμιλος αυτός ημέραν με την ημέραν, χρόνον με τον χρόνον, ηυξήθη αθορύβως έως ότου κατέκτησε τον κόσμον. Ήσαν οι πρώτοι μαθηταί του Χριστού. [...]
(Από την εισαγωγή της έκδοσης του πρώτου τόμου)
Η ελληνική Ανατολή και λατινική Δύσις, διακόψασαι τας μεταξύ των σχέσεις επισήμως και οριστικώς το 1054, υποτίθεται ότι έζησαν έκτοτε ως δύο εχθρικαί, ανά πάσαν στιγμήν αντιμέτωποι παρατάξεις. Επομένως ο χαρακτηρισμός της όλης περιόδου πρέπει να είναι διπλούς, διότι ο τίτλος "Υστεροβυζαντινή περίοδος" δεν καλύπτει πλέον ολόκληρον την θεολογικήν σκέψιν ούτε επί πολιτικής ούτε επί εκκλησιαστικής βάσεως.
Δεν είναι όμως μόνον η ανάγκη ν' αποφευχθή ο διπλούς τίτλος, η οποία συνετέλεσεν εις το να κρατήσωμεν τον ως άνω ενιαίον τίτλον. Εις την πραγματικότητα υπάρχει κάποια ενότης πολιτική και εκκλησιαστική. Όσον απεμακρύνοντο αι δύο Εκκλησίαι απ' αλλήλων τυπικώς, τόσο προσήγγιζον και εγνώριζον η μια την άλλην. Επισκέψεις, συσκέψεις, σύνοδοι, αι οποίαι απουσιάζουν τελείως κατά τον Ι΄ αιώνα, πληθύνονται τώρα υπέρ πάσαν άλλην περίοδον, και επίσης καταβάλλεται προσπάθεια κατανοήσεως και ουσιαστικής προσεγγίσεως. Το ίδιον παρατηρείται και εις τον πολιτικόν χώρον προσέγγισις η οποία ενίοτε λαμβάνει την μορφήν της κατακτήσεως, αλλά συνεχίζεται και μετ' αυτήν.
Παρά τας ηρωικάς προσπαθείας το Βυζάντιον εψυχορράγει κατά την περίοδον ταύτην. [...]
(Από την εισαγωγή της έκδοσης του δεύτερου τόμου)