Δαλακούρα, Νάγια [Συγγραφέας]. Μουσεία

  1. Έργο (αυτοτελές έργο)
  2. Ελληνικά
    • Το Μουσείο, ως κατεξοχήν μέσο διαφύλαξης και προβολής της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς, είναι ο χώρος όπου ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να μελετήσει το παρελθόν και το παρόν, να ψυχαγωγηθεί, να εμπλουτίσει τις γνώσεις του και να προβληματιστεί.

      Η ίδια η λέξη Μουσείο δηλώνει την προέλευσή της από τις Μούσες, αρχαίες ελληνικές θεότητες, προστάτιδες των Τεχνών και των Γραμμάτων, κόρες του ∆ία και της Μνημοσύνης. Η αρχαία έννοια της λέξης παραπέμπει στο ναό που είναι αφιερωμένος στις Μούσες. Από το τέμενος των Μουσών η εξέλιξη του Μουσείου είναι διαρκής και συναντάται σε όλες τις περιόδου της ιστορίας.